- καθηδύνω
- καθ-ηδύνω, sehr süßen, würzen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καθηδύνω — (AM καθηδύνω) 1. κάνω γλυκό κάτι, γλυκαίνω 2. προκαλώ τέρψη σε κάποιον, ευφραίνω, χαροποιώ, ευχαριστώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἡδύνω (< ἡδύς)] … Dictionary of Greek